Εκτύπωση

                                 «Μου φτάνει αυτό που είμαι…»!!!

Με τίποτα δεν μπορώ να συμφωνήσω, καλοί μου φίλοι, με αυτούς που λένε λόγια σαν αυτά: «Μου φτάνει αυτό που είμαι. Δεν μου χρειάζεται το περισσότερο. Καλός είμαι κι έτσι»!

Αυτό δεν είναι ολιγάρκεια, είναι μετριότητα. Λογαριάζεται ως η πλέον ύπουλη και η πιο αποκοιμιστική τεμπελιά της ψυχής! Πρόκειται για φρόνημα αποχαυνωτικό και για τούτο τέλεια επικίνδυνο! Με τον τρόπο αυτό θωπεύουμε, δικαιολογούμε και νομιμοποιούμε ακόμη και τις όποιες μας αδυναμίες. Σε αντίθεση μ’ εκείνον που ενώ τις γνωρίζει δεν τις δικαιολογεί, αλλ’ αγωνίζεται να τις διορθώσει και να τις ξεπεράσει. Κι ενώ πέφτει, είναι κιόλας νικητής!

Είπαν πολύ ωραία: «Εκείνος που φοβάται ή θέλει να αποφύγει τον ανήφορο, δύσκολα θα μείνει και στο ίσωμα που προτίμησε. Το πλέον σίγουρο είναι πως, αν επιμείνει, αργά ή γρήγορα, θα πάρει τον κατήφορο»!

Οπότε, και με το να σταματήσει κανείς ν’ ανεβαίνει, με το να μένει στάσιμος κάπου, με το να πει «αρκεί ως εδώ», τελικά δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά υποχωρεί απ’ το σημείο στο οποίο βρίσκεται, να οπισθοχωρεί, κάποτε δε ν’ αρχίζει κι αυτό ακόμη το κατρακύλισμα!

Να γιατί ο αγώνας, αυτός και μόνον ο αγώνας, ο αγώνας προς τα πάνω και προς τον σκοπό μας, είναι νίκη παιδιά! Και μάλιστα πολύ μεγάλη!

Αγαπάμε την τελειότητα, όχι την μετριότητα. «Επί την τελειότητα φερόμεθα», λέγει ο Απόστ. Παύλος.

Ο Άγ. Ιω. Χρυσόστομος θα μας τονίσει: «Από τίποτα δεν αχρηστεύεται τόσο η ανθρώπινη φύση, όσο απ’ την άνεση»!

Και να γιατί, κατά την εξήγηση του ιδίου:

«Όταν αδρανούμε, ούτε κοσμικά πράγματα είναι δυνατόν να εκτελέσουμε ποτέ, ούτε βέβαια πνευματικά.

Όταν αδρανούμε ούτε απ’ τους φίλους μας είναι δυνατό να λάβουμε ποτέ κάτι, ούτε ασφαλώς απ’ τον Θεό.

Όταν αδρανούμε ούτε οι πατέρες μας τιμούν, ούτε βέβαια ο Θεός»

Και στη συνέχεια μας φέρνει τα εξής παραδείγματα:

«Ποιος ίππος είναι χρήσιμος, εκείνος που κάνει απολαυστική ζωή ή εκείνος που γυμνάζεται;

Ποιο πλοίο είναι χρήσιμο, εκείνο που πλέει ή εκείνο που βρίσκεται σε αδράνεια;

Ποιο νερό είναι χρήσιμο, εκείνο που τρέχει ή το στάσιμο;

Ποια σιδερένια εργαλεία είναι χρήσιμα, εκείνα που βρίσκονται σε κίνηση ή αυτά που δεν προσφέρουν έργο; Δεν είναι τα μεν πρώτα λαμπερά και μοιάζουν με άργυρο, τα δε άλλα γεμίζουν από σκουριά και είναι παντού άχρηστα, και καταφθείρεται ένα μέρος της ουσίας τους;

Kάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την ψυχή που μένει αδρανής. Ένα είδος σκουριάς απλώνεται επάνω της και εξαφανίζει και τη λαμπρότητα κι όλα τα άλλα»

Όπως και να το κάνουμε ο αγώνας είναι το αντίδοτο της χαμοζωής, της τρυφηλής ζωής, της αμαρτωλής ζωής. «Ψηλά να χυμά η ψυχή μας και μπρος», έγραψε ο Γκαίτε.

Ας στοχαστούμε, παιδιά, και τούτο τον λόγο του Δροσίνη: «Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα σε ξένα αναστυλώματα δεμένο. Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδενδρο, μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω». Γιατί είναι κι εκείνοι που αντιλαμβάνονται αλλιώς τον αγώνα, το φτάσιμο, την κορυφή. Αυτός ο αγώνας δεν είναι ποτέ του νίκη, το αντίθετο ακριβώς είναι…

                                                                                                              Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος